ἐξαισιότης

ἐξαισιότης
ἐξαισι-ότης,
A gloss on ἐκπαγλότης, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξαισιότητα — η (Α ἐξαισιότης) [εξαίσιος] νεοελλ. θελκτικότητα, γοητεία αρχ. εξαιρετική ιδιότητα που προκαλεί κατάπληξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”